υποβιβασμός

υποβιβασμός
ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ [υποβιβάζω]
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος τής βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση τού αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση τής σημασίας ή τής αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός τής δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση τού πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποβιβασμός — a carrying off downwards masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβιβασμός — ο 1. χαμήλωμα, κατέβασμα, υποβίβαση. 2. μτφ., μείωση, ελάττωση, ταπείνωση: Υποβιβασμός του ταγματάρχη σε λοχαγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβιβασμοῦ — ὑποβιβασμός a carrying off downwards masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβασμῷ — ὑποβιβασμός a carrying off downwards masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβασμόν — ὑποβιβασμός a carrying off downwards masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπόρνευση — η 1. παρακίνηση σε πορνεία 2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.») …   Dictionary of Greek

  • κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… …   Dictionary of Greek

  • κατεβασμός — ο [κατεβάζω] 1. κατέβασμα 2. υποβιβασμός …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • υποβίβαση — η, Ν [υποβιβάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποβιβάζω, υποβιβασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”